- πραιτωρίου
- πραιτώριονPraetoriumneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Логофет — У этого термина существуют и другие значения, см. Логофет (значения). Логофет (греч. λογοθέτης, лат. logotheta, итал. logoteta, рум. logofăt, букв. «исследователь причин») название гражданской и церковной должности в Византии и… … Википедия
CORTINARII — qui et Cortelini, apud Pachymerem, l. 4. c. 29. videntur dicti primitus Cohortales, de quibus supra: Qui nempe Cortem seu tentorium Principis servabant et tucbantur, inter ἀτίμους ac ἀτελεῖς recensiti, Constantino, de Themat. l. 1. c. 5. et in… … Hofmann J. Lexicon universale
πραιτωριοκτυπώ — έω, Α χτυπώ την πόρτα τού πραιτωρίου για να ζητήσω κάτι από το κυβερνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραιτώριον + κτυπῶ] … Dictionary of Greek
πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… … Dictionary of Greek
πραιτώριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει στο πραιτώριο 2. αυτός που ανήκει στη φρουρά τού πραιτωρίου, πραιτωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorius < praetor, ōris (βλ. λ. πραίτωρ)] … Dictionary of Greek
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek
Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… … Dictionary of Greek
Ουλπιανός, Δομίτιος — (Domitius Ulpianus, Τύρος Φοινίκης, β’ μισό 2ου αι. μ.Χ. – Ρώμη 228 μ.Χ.). Ρωμαίος νομικός. Αυτοκρατορικός υπάλληλος και νομοδιδάσκαλος στη Ρώμη, εξορίστηκε από τον Ηλιογάβαλο το 222 μ.Χ., αλλά ανακλήθηκε στην πρωτεύουσα τον ίδιο χρόνο, όταν… … Dictionary of Greek
Παύλος, Ιούλιος — (Iulius Paulus). Ρωμαίος νομικός του 3ου αι. μ.Χ. Από γλωσσικές παρατηρήσεις υποστηρίχθηκε η γνώμη της καταγωγής του από την Αφρική. Αφού άσκησε τη δικηγορία, διορίστηκε βοηθός του αρχηγού των πραιτωριανών και αργότερα μέλος του αυτοκρατορικού… … Dictionary of Greek
υγιαστήρια — Τα στρατιωτικά νοσοκομεία των Ρωμαίων. Πρωτολειτούργησαν στα στρατόπεδα και χρησίμευσαν για τη νοσηλεία των βαριά τραυματισμένων και άρρωστων στρατιωτών. Κατά τον Υγίνο υπήρχε ένα υ. σε κάθε στρατόπεδο τριών λεγεώνων και περισσότερα από ένα σε… … Dictionary of Greek